Η ΠΡΕΜΙΕΡΑ

2 Γιούρκας Σεϊταρίδης


...σίγουρα το άγχος ήταν με το μέρος τους.

Γιώργος Καραγκούνης


Τις παραμονές μεγάλων ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, και το Πανευρωπαϊκό είναι αδιαφιλονίκητα για μας τους «κoλλημένους» της γηραιάς ηπείρου κάτι σαν Πάσχα, θες δε θες όσο πλησιάζει η έναρξη παρασύρεσαι στο παιχνίδι των μίντια και καταβροχθίζεις κάθε λεπτομέρεια που έχει σχέση με το τουρνουά. Έτσι, παρ’ όλο που έχω σαν αρχή μου να μην εμπλέκομαι σε τέτοιου είδους εκβιασμούς κι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν επρόκειτο να ξοδέψω ούτε λεπτό στη γλαφυρή ειδησεογραφία πάνω στη προετοιμασία των ομάδων, τη φυσική κατάσταση των παιχτών, την αχαλίνωτη φαντασία των προπονητών κι άλλα τέτοια, έπεσα πάλι στην παγίδα. Η συμμετοχή μάλιστα της Ελλάδας, η τρίτη μόλις στο μισό αιώνα ζωής μου, δε μ’ άφηνε ασυγκίνητο κι έτσι δεν απέφυγα μερικές, ειλικρινά σύντομες, επισκέψεις στις ιστοσελίδες της UEFA για να ενημερωθώ σχετικά με το Εuro, μια και τσιγκουνεύτηκα ν’ αγοράσω το ειδικό τεύχος του kicker. Από τότε που οι γιοι μου έχουν περιορίσει το ενδιαφέρον τους για το ποδόσφαιρο στο ελάχιστο, αναγκάστηκα να περιορίσω κι εγώ τ’ ανάλογα έξοδα, αφού δε με παίρνει πλέον να τα δικαιολογήσω εντάσσοντάς τα στην γενική πολιτιστικοαθλητική τους μόρφωση. Κάτι η νοσταλγία της γενέτειρας, κάτι οι ειρωνικές ερωτήσεις των συναδέλφων και των γειτόνων του τύπου:
«Πώς βλέπεις τις πιθανότητες της Ελλάδας στο Πανευρωπαϊκό;» ή
«Θα είσαστε έτοιμοι για την Ολυμπιάδα;», λες και το ’να είχε να κάνει με τ’ άλλο, μ’ ανάγκασαν να κρατάω κάποια επαφή με τα τρέχοντα για να μη γίνω και ρεζίλι. Έχω παρατηρήσει ότι σε περιόδους που κυλάει το τόπι η επικοινωνία των ανθρώπων γνωρίζει μια ανεξήγητη άνθηση. Αυτό όμως που δεν έβλεπα με καθόλου καλό μάτι, ήταν οι υπερβολικά αισιόδοξες δηλώσεις των διεθνών μας, πως αυτή τη φορά θα έκαναν υπερήφανους όλους τους ομοεθνείς τους κι ότι ήταν διατεθειμένοι να τα δώσουν όλα για την τιμή της πατρίδας. Δεν έδωσα και πολλή σημασία αφού το έργο το ’χα ξαναδεί και δεν είχε ποτέ happy end. Στο μυαλό μου στριφογύριζε η ξεφτίλα της Αμερικής το ‘94 κι άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Δε φτάνει ο διεθνής διασυρμός στο αθλητικό επίπεδο, έχεις και το δούλεμα των ντόπιων που κάτι τέτοιες στιγμές περιμένουν για σε βάλουν στη θέση σου, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τη προέλευσή σου. Η μόνη μου ελπίδα ήταν ο Όττο Ρέεχαγκελ που λόγω καταγωγής και μόνο χαίρει εδώ κάποιας εκτίμησης. Οχυρώθηκα λοιπόν κι εγώ πίσω απ’ τον συμπαθή και πανέξυπνο τεχνικό, κι ετοίμασα την αμυντική τακτική μου σύμφωνα με τη δική του θεωρία της «Ελεγχόμενης Επίθεσης» που σημαίνει: μη ξανοίγεσαι άσκοπα και περίμενε να χτυπήσεις όταν σου δοθεί ευκαιρία. Έτσι οι απαντήσεις μου στα πιο πάνω ερωτήματα-παγίδες ήταν του στυλ:
«Αφού ο Όττο μας οδήγησε στους τελικούς, όλο και κάποια σχέδια θα ’χει σα Γερμανός που είναι» πετώντας ταυτόχρονα το μπαλλάκι απ’ την άλλη πλευρά. Ή
«Απ’ ότι μαθαίνω δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν πάλι δεν ετοιμαστούμε έγκαιρα θα ζητήσουμε παράταση απ’ την ΕΟΑ κι οι Ολυμπιακοί της Αθήνας θα ’ναι οι μοναδικοί στην ιστορία που θα διεξαχθούν με μια μικρή χρονική καθυστέρηση». Το ανεπαίσθητο μειδίαμά τους ήταν για μένα το πρώτο γκολ στο ματς των εντυπώσεων, χωρίς βέβαια να εθελοτυφλώ ότι είχα κερδίσει και τον αγώνα.

Καθώς η 12η Ιούνη πλησίαζε απειλητικά κι αφού η χώρα μου θα ’χε την τιμή ν’ ανοίξει πρώτη το χορό ενάντια στην διοργανώτρια Πορτογαλία, άρχισα να κάνω διάφορες σκέψεις για το που και με ποιούς θα ’βλεπα τα παιχνίδια. Παράλληλα έριξα μια πρόχειρη ματιά στις ομάδες για ν’ αποφασίσω που θα ’πρεπε να τοποθετήσω τις συμπάθειές μου ώστε να ’χει περισσότερο ενδιαφέρον η παρακολούθηση των αγώνων. Έχοντας απλωμένο στο τραπέζι ένα πρόγραμμα του τουρνουά από ’κείνα που κυκλοφορούν ένθετα σε κάθε περιοδικό, άρχισα να ξεδιπλώνω τα σενάρια με τις προβλέψεις μου για τη φάση των γκρουπ. Για μια ακόμη φορά πέρασ’ από κόσκινο τους αντιπάλους της Ελλάδας στον Α΄ ομίλο, ξεροκατάπια καναδυό φορές κι αποφάσισα να τον αφήσω για το τέλος. Ξεχώρισα τη Γαλλία, ώς πρώτο φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου, και την Αγγλία απ’ τον δεύτερο όμιλο αν και θα προτιμούσα τους Κροάτες, αφού έχω μια χρόνια αλλεργία με τους Βρετανούς. Η Ελβετία δε μου γέμισε το μάτι κι έτσι απέμεινε τέταρτη και καταϊδρωμένη. Στο γκρουπ τρία τοποθέτησα πάνω πάνω τους Δανούς ή τους Σουηδούς, δε θυμάμαι, και στη δεύτερη θέση τους Βούλγαρους κατά το σχήμα: μία σκανδιναβική κι οι γείτονες, γιατί την Ιταλία ανέκαθεν δεν την πήγαινα. Τέλος στον τέταρτο όμιλο, μετά τους Ολλανδούς, το δικό μου φαβορί για τον τελικό, έβαλα τη Γερμανία, μάλλον από πείρα κι όχι λόγω συναισθηματικού δεσμού, αφήνοντας απ’ έξω τους Τσέχους και τους Λετονούς, που ήταν αντίστοιχα το πληρέστερο σύνολο κι η ομάδα-έκπληξη του προκριματικού γύρου. Επιστρέφοντας πάλι στον πρώτο και με βαριά καρδιά πέρασα τους δικούς μας προτελευταίους δίνοντάς τους τέσσερις βαθμούς, ήττα απ’ τη Πορτογαλία, ισοπαλία με τους Ισπανούς και νίκη επί της Ρωσίας, και πρόσφερα τις δυό προνομιούχες θέσεις στους Ίβηρες με τελευταίες τις «αρκούδες». Μιά τιμητικότατη τρίτη θέση ήταν κατά το έμπειρο ποδοσφαιρικό μου ένστικτο ό,τι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ για τα χρώματα μας.
«Τουλάχιστο να φύγουμε με το κεφάλι ψηλά και φυσικά πάν’ απ’ όλα να γλιτώσουμε το πολύ δούλεμα απ’ τους κολλήγες στη δουλειά» μονολόγησα. Ικανοποιημέμος με τα προγνωστικά μου, τηλεφώνησα στον Klaus για να κλείσουμε πού θα βλέπαμε την πρεμιέρα. Με τα πολλά μ’ έπεισε να πάμε στην αυλή του Jürgen, φίλου του και βέρου Ζανκτπαολίτη, εν μέσω παρέας ιθαγενών και τη συντροφία μπύρας και λουκάνικων. Μου ανακοίνωσε μάλιστα τις τιμές των θέσεων, μια και στα διεθνή παιχνίδια συμφωνα με τους κανονισμούς της UEFA απαγορεύονται οι όρθιοι, ενώ με συμβούλεψε να προτιμήσω το «διαρκείας» που ήταν σχεδόν τζάμπα. Αλλά επειδή εμένα τα διαρκείας μου δημιρουγούν δυσπεψία του είπα:
«Αγόρασέ μου ένα απλό και βλέπουμε.»

Πριν φύγω απ’ το σπίτι ξετρύπωσα μια αθλητική φανελλίτσα του στίβου με τη γαλανόλευκη στο μέρος της καρδιάς, η μόνη που μπόρεσα να βρω στα γρήγορα, καβάλησα το ποδήλατο και πριν το καταλάβω χτυπούσα το κουδούνι του «γηπέδου». Ήθελε πέντε λεπτά για ν’ αρχίσει, τέλειο timing αφού οι τσιριμόνιες κι οι ύμνοι δε μ’ εμπνέουν ιδιαίτερα, και με το γνωστό φτερούγισμα στο στομάχι όπως πριν από κάθε κοσμοϊστορικό ματς, έψαξα για τη θέση μου. Παρά τη ταραχή μου αυτό που διαπίστωσα ήταν ότι η τηλεόραση ήταν ακόμη σβηστή και η φωνή του σπήκερ προερχόταν απ’ τα γύρω μπαλκόνια, μια και λόγω της σχετικής ζέστης και δεδομένου του υψηλού ποσοστού αλλοδαπών στην περιοχή, η αναμετάδοση θα ήταν τουλάχιστο τετραφωνική. Με περιέλουσε κρύος ιδρώτας και καθώς το ρολόι έδειχνε έξι ακριβώς κατάλαβα επιτέλους σε τι οφειλόταν ο γενικός εκνευρισμός και τ’ ατέλειωτα σούρτα-φέρτα. Ένα σπασμένο βίντεο πάνω στο τραπέζι και διάφορα μισόλογα από δω κι από κει μ’ οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι εξ αιτίας κάποιας ζημιάς δε υπήρχε εικόνα έλλειψει επαφής με την κεραία. Η ταραχή μου μετατράπηκε σ’ αγανάκτηση και τα ’βαλα με τον Klaus, κατά την κλασσική ελληνική αντίδραση, που μ’ είχε μπλέξει σ’ εκείνο τ’ άνοστο αστείο ενώ τριγύρω οι «φρίτσιδες» έκαναν διάφορες εντατικές αλλά όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένες προσπάθειες για ν’ αποκατστήσουν τη βλάβη. Διαγροφόταν ήδη το 5ο λεπτό του αγώνα και η επιχείρηση «κάθοδος δεύτερης τηλεόρασης απ’ τον 4ο όροφο» απέτυχε παταγωδώς λόγω



διαφορετικής καλωδίωσης, όταν στο 9΄ είχα τη φαεινή ιδέα να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει ψύχραιμα. Αποτέλεσμα 60 δευτερόλεπτα και τρεις συνδυασμούς συνδέσεων αργότερα, το ασπρόμαυρο χιόνι της οθόνης να δώσει τη θέση του στον φρεσκοκουρεμένο, καταπράσινο χορτοτάπητα του Ντραγάον. Η επιτυχία ήταν αποφασιστικής σημασίας και συνοδεύτηκε από επιφωνήματα ικανοποίησης που σχεδόν αμέσως έδωσαν τη θέση τους σ’ έξαλλους πανηγυρισμούς από πλευράς μας, μόλις συνειδητοποιήσαμε αυτό που είδαμε στη πάνω-δεξιά γωνία του καντράν:

11:06 POR 0 : 1 GRE !

Η θέα και μόνο της ασημένιας θεάς ν’ αλλάζει διαρκώς πόδια με γρήγορο τέμπο επέδρασε κατευναστικά στην κερκίδα κι ο καθένας κοίταξε να βολέψει όπως όπως τα οπίσθιά του, μια κι ο αγώνας παρά την απώλεια της φάσης του γκολ υποσχόταν πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια. Έκανα ένα ταχύτατο πλασάρισμα στη αριστερή πτέρυγα της δεύτερης σειράς έχοντας τον συμπατριώτη μου μπροστά και λίγο πιο δεξιά μου, δηλαδή ακριβώς όπως στις φυσικές μας θέσεις στο Millerntor. Το ματς έδειχνε να κυλάει στα μέτρα μας με τους Πορτογάλους, ντυμένους στα γκραναβέρντε, να φλυαρούν στο κέντρο του γηπέδου κι εμάς, μ’ ολομπλέ εμφάνιση, όχι μόνο να ελέγχουμε απόλυτα το παιχνίδι, αλλά να ’χουμε και τις καλύτερες ευκαιρίες. Καθώς άνοιξαν οι πρώτες μπύρες άρχισαν σιγά σιγά να εκδηλώνονται κι οι συμπάθειες των θεατών. Προς μεγάλη μου ευχαρίστησή η πλειοψηφία έκλινε προς το μέρος μας, μια κι οι τρίτοι υποστηρίζουν παραδοσιακά το άουτσαιντερ, αλλά και λόγω της πολυετούς γνωριμίας με τον Klaus. Μοναδική παραφωνία αποτελούσε ένα ζευγάρι που πετάγονταν από πίσω σα τα κοκκόρια σε κάθε προσπάθεια του Φίγκο και της παρέας του να εκπορθήσουν το τέρμα μας, πράγμα που μ’ εκνεύριζε αφάνταστα! Υποθέτω ότι μόλις θα ’χαν επιστρέψει από κάνα δεκαπενθήμερο πακέτο διακοπών στην Αλγκάρβε, αλλά δεν αποκλείεται να το ’καναν κι επίτηδες για να μας πικάρουν. Ευτυχώς όμως, απ’ τη μια το άγχος της ευθύνης των γηπεδούχων, απ’ την άλλη η καλά οργανωμένη ελληνική άμυνα με το δίδυμο Καψή, Δέλλα να διώχνει με πολλή άνεση κάθε παρείσακτη μπαλλιά, μας έφεραν αισίως στο ημίχρονο. Τ’ όνομα του πρώτου πρόδιδε μάλλον απόγονο του ήρωα του Wembley, ενώ ο δεύτερος, ένας σχεδόν δίμερτος κολοσσός με το σπάνιο «βόρειο» όνομα Τραϊανός κάτι μου θύμιζε... Χωρίς να πολυζορίζεται, η Ελλάδα κρατούσε το προβάδισμα με το τέρμα του Καραγκούνη απ’ το 7΄, όπως μας είχε πληροφορήσει στο δεκαπεντάλεπτο η λεζάντα με τα στατιστικά του αγώνα, μια και δεν είχαμε την τύχη να το χαρούμε live. Δε βλέπαμε την ώρα να γίνει το διάλειμμα, όχι τόσο γιατί το σφίξιμο στη βουβωνική χώρα είχε γίνει αφόρητο, όσο για να δούμ’ επιτέλους το περίφημο γκολάκι μας έστω κι εν συντομία ανάμεσα σε διαφημίσεις και δελτία ειδήσεων. Αποζημιωθήκαμε με το παραπάνω αφού επρόκειτο για γκολάρα! Πραγματικά χαζέψαμε απ’ το εκρηκτικό σόλο του Γιωργάρα, που μαζεύοντας μια λάθος πάσσα λίγο κάτω απ’ τη σέντρα, έκανε τρεις δρασκελιές και με μια συρτή «ντουφεκιά» έστειλε τον Ρικάρντο να κυλιστεί στο χορτάρι και τη σφαίρα να τσουλήσει στα δίχτυα του.

Η επανάληψη άρχισε με μια σειρά από σημαντικές αλλαγές τόσο εντός, όσο και εκτός αγωνιστικού χώρου. Ο Κατσουράνης, άλλο άγραφο χαρτί για μένα, πέρασε στη θέση του σκόρερ, ενώ ο Σκολάρι έριξε στον αγώνα τους Ντέκο και Κριστιάνο Ρονάλντο. Απ’ τη μεριά του Ο Klaus μην αντέχοντας τον περιορισμό κινήσεων που του επέβαλε η στενότητα της πολυθρόνας του και συνηθισμένος να παρακολουθεί τα ματς όρθιος, πέρασε στ’ αριστερά μου και στήθηκε πίσω από μια κολώνα για να μη κόβει την θέα της γαλαρίας. Δεν είχαν καλά καλά περάσει πέντε λεπτά κι οι αλλαγές αποδείχτηκαν χρυσές. Σ’ ένα συνδυασμό Χαριστέα-Σεϊταρίδη απ’ τα δεξιά, ο Γιούρκας μπήκε με φόρα στη μεγάλη περιοχή και πριν προλάβουμε να φωνάξουμε «σουτ!» βρέθηκε φαρδύς-πλατύς στο έδαφος από άτσαλο μαρκάρισμα του αιφνηδιασμένου Ρονάλντο. Η κραυγή μας μετατράπηκε ακαριαία σε «μπέναλτυυυυ», καθώς ο Πιερλουίτζι Κολλίνα χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή και με μια αφοπλιστική χαμογελαστή γκριμάτσα σα να ’λεγε: «Μπορώ να κάνω κι αλλιώς;», τέντωνε το δάχτυλο προς την άσπρη τελεία των αντιπάλων μας. Το μείγμα από έκπληξη κι αμηχανία στο πρόσωπο του Πορτογάλου επιθετικού(!) για το απρόσμενο δώρο στον ‘Ελληνα οπισθοφύλακα(!!) μ’ έκανε προς στιγμήν να τον συμπαθήσω, ενώ αναρωτήθηκα αν επρόκειτο για καπρίτσιο της τύχης ή ήταν αποτέλεσμα της εξέλιξης του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Mια άγρια ταραχή με κυρίεψε βλέποντας τον Μπασινά να στήνει τη μπάλλα στο ακριβές σημείο και να παίρνει μερικά μέτρα φόρα. Η αγωνία μου δεν κράτησε παρά μόνο ένα δευτερόλεπτο, όσο δηλαδή χρειαστηκε για να δω τη Ροτέϊρο να κρέμεται σα χριστουγεννιάτικο στολίδι στο δεξί γάμα του Ρικάρντο, που φανερά σαστισμένος αργά κατάλαβε πως μάλλον είχε διαλέξει λάθος γωνία. Κανονικά ανήκει στις αρχές της γηπεδικής μου συμπεριφοράς να μη πανηγυρίζω όταν βάζουμε γκολ από πέναλτυ, που εξ ορισμού εμπεριέχει μια δόση αμφιβολίας για τον δίκαιο καταλογισμό του ενώ αντίθετα το κάνω όταν το χάνει ο αντίπαλος, αλλά σε κάθε κανόνα υπάρχουν πάντα κ’ οι εξαίρεσεις και σήμερα είχα κάθε δικαίωμα να κάνω μία. Στο χόρτο μια πυραμίδα από γαλάζιες φανέλλες βάλθηκε να σκάσει τον άμοιρο Άγγελο, ενώ εγώ παραληρούσα στην αγκαλιά του Klaus. Ο δείκτης του σκορ ανέβηκε στο 2-0 και δεν χόρταινα ν’ απολαμβάνω τη μία μετά την άλλη μια σειρά από επαναλήψεις σ’ αργή κινήση του εξαίσιου πλασέ, που έκανε ακόμη και τον Γερμανό τηλεσχολιαστή ν’ απορήσει. Προφανώς δεν περίμενε μια τόσο τέλεια εκτέλεση από ’να παίχτη που κερδίζει τα εκατομμυριάκια του στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο δε παλιός δικός τους σπεσιαλίστας Νέτσερ, έσπευσε να προσθέσει απολογητικά πως μάλλον δε θα ’ταν η πρώτη φορά που χτυπούσε πέναλτυ. Η επόμενη αντίδρασή μου ήταν να κοιτάξω το χρονόμετρο κι αμέσως μ’ έπιασε πανικός!
«Νωρίς το βάλαμε» σκέφτηκα φωναχτά και σαν σ’ αντήχηση άκουσα τον Klaus να λέει το ίδιο. Στη σκέψη και μόνο ότι μπορεί να κερδίζαμε, αντί για χαρά με κυρίεψε τρόμος. Αναρωτήθηκα αν η υγεία μου επέτρεπε να παρακολουθήσω τα επόμενα 40 λεπτά δίχως τον κίνδυνο εμφράγματος, αφού στην ηλικία μου όλα μπορούσα να τα περιμένω!

Οι Πορτογάλοι ξεπέρασαν γρήγορα το σοκ και στριφογυρίζοντας σα σβούρες έξω απ’ τα καρρέ μας, άρχισαν να σφυροκοπούν ανηλεώς την εστία μας με στερεότυπες γιόμες απελπισίας. Αν εξαιρέσουμε όμως ένα κοντινό σουτ του Ρονάλντο που βγήκε μόλις κόρνερ βρίσκοντας στο μηρό του Σεϊταρίδη, μόνο μετά απ’ την επανάληψη της φάσης από μια κάμερα πισω απ’ το τέρμα αντιλήφθηκα το μέγεθος της κωλοφαρδίας μας, και μια καλή απόκρουση-πλονζόν του Νικοπολίδη σε φαλτσαριστό πλασέ του Νούνο Γκόμες λίγο έξω απ’ την περιοχή, δεν έδειχναν να μας απειλούν ιδιαίτερα. Παρασυρμένος απ’ το ψυχωμένο πρέσινγκ του Ζαγοράκη και των άλλων παιδιών της ομάδας και με τον αέρα του 2-0 στην πλάτη έφτασα μάλιστα στο σημείο να περνάω συχνά στην αντεπίθεση ειρωνευόμενος τις παροτρύνσεις των «οπαδών» της γηπεδούχου από πίσω για ισοφάριση:
«Μπράβο, πολύ ωραία! Έτσι, μπορείτε να παίζετε μέχρι αύριο...» σχολιάζοντας στραβοκλωτσιά στα ύψη του επ’ ευκαιρία του Εuro πορτογαλοποιημένου Βραζιλιάνου Ντέκο, κατά το γερμανικό πρότυπο Ρίνκ-Νταντή-Αζαμόα.

Kαθώς το ρολόι σημάδευε το 90ο λεπτό της συνάντησης, ο τέταρτος σήκωσε την γνωστή ταμπέλλα με τον πρόσθετο χρόνο για τις καθυστερήσεις. Μ’ αγανάκτηση διακρίναμε ένα εξοργιστικά παρατραβηγμένο κόκκινο 5, πράγμα που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από μέρους μας συνοδευόμενη από την ανάλογη επίδειξη γνώσεων γαλλικής. Η μακροχρόνιες σπουδές μου σε θέματα μπάλλας προτείνουν σε τέτοιες περιπτώσεις: εξαφάνισμα στην τουαλέττα («αν γίνει τίποτα θα τ’ ακούσω έτσι κι αλλιως»), απασχόληση δια της μεθόδου του μανικιούρ με τα δόντια, εναπόθεση του κεφαλιού σε φιλικό ώμο ή επίκληση ανώτερης δύναμης. Αυτό που μ’ εξέπληξε κυριολεκτικά και με βοήθησε να ξεπεράσω σχετικά ανώδυνα την εμφανέστατη ψυχική ταραχή μου, ήταν η πολύ cool αντίδραση του Klaus, σπάνιο φαινόμενο για φανατικό οπαδό του St.Pauli με αμέτρητες ώρες αγωνίας μπροστά στα κάγκελα, που σ’ αυτή την κρίσιμη φάση εγκατέλειψε συνειδητά την στάση (αυτο)τιμωρίας του και στρώθηκε σε μια πολυθρόνα ανοίγοντας μπύρα!
«Ως εδώ ήτανε» είπε με πολλή αυτοπεποίθηση, «τους πήραμε...» τη στιγμή ακριβώς που το καλοζυγισμένο κόρνερ του Φίγκο έφερε τη μπάλλα να περάσει από συμπαίχτες κι αντιπάλους βρίσκοντας τον μέχρι τότε άψογο γιγαντόσωμο κεντρικο αμυντικό μας με το νούμερο 5 να φτάνει με το κεφάλι μέχρι τον αφαλό του εναέριου Ρονάλντο. Ο Πορτογάλος μ’ ένα απλό γύρισμα του κεφαλιού, την έσπρωξε στα δίχτυα του ανύποπτου Νικοπολίδη, ο οποίος έκανε τον συνήθη περίπατό του στο ύψος της μικρής περιοχής. Τυχόν συναισθήματα συμπάθειας απέναντι στον τρελλά πανηγυρίζοντα νεαρό σκόρερ με το λαδωμένο απ’ το ζελέ μαλλί εξαφανίστηκαν μονομιάς!
«Τέλειωσε, τώρα δεν προλαβαίνουν πια» ήταν η ατάραχη αντίδραση του διπλανού μου, καθώς ο Ιταλός διαιτητής, λες και τον είχε ακούσει, φυσούσε παρατεταμένα τη σφυρίχτρα του βάζοντας ένα τέλος στον επιπρόσθετο πεντάλεπτο εφιάλτη μας. Ξεφορτώθηκα όλο τον αέρα που ταλαιπωρούσε εδώ κι ένα δίωρο τα πνευμόνια μου κι ένοιωσα ένα τεράστιο βάρος να φεύγει από τις πλάτες μου. Είχαμε γράψει ιστορία σκορπίζοντας ανείπωτη χαρά κι αγαλλίαση σ’ όλο τον ανά την υδρόγειο διεσπαρμένο ελληνισμό. Εκείνο όμως που μ’ έκανε να ψηλώσω τουλάχιστο από υπερηφάνεια κατά δύο πόντους, ήταν ότι είχα σκοράρει για δεύτερη φορά στον αγώνα με τους συναδέλφους μέχρι το επόμενο ματς με την Ισπανία!

Mια ώρα αργότερα στην ελληνική ταβέρνα «Zum Olymp» -αλλέως «το πράσινο μπoυκάλι», κατά την καθιερωμένη σύναξη της «Παρέας της Παρασκευής» (ΠτΠ), κατ’ εξαίρεσιν εν ημέρα Σαββάτω, καθώς έβγαλα τη ζακέττα μου και πήγα να καθίσω με τους υπόλοιπους που ήταν ήδη εκεί, συνέλαβα διάφορα βλέμματα δικών μας και ξένων να με καρφώνουν περίεργα. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία κι άφησα το αλέγκρο κλίμα των κολλητών να με σεριανίσει στην απρόβλεπτη δίνη του. Κανονικά σπάνια ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο μια κι οι περισσότεροι ακούνε μπάλλα και ξυνίζουν τη μούρη, αλλά εκείνη ήταν η βραδιά των εξαιρέσεων. Kατά έναν πολύ περίεργο τρόπο όταν κερδίζει η Εθνική ακόμη κι οι πιο άσχετοι γίνονται ξαφνικά ειδήμονες, ενώ ταυτοχρονα σκίζονται να διαδηλώσουν την καταγωγή τους. Μια μικροσκοπική τηλεόραση με άθλια εικόνα και δίχως φωνή έκανε ό,τι μπορούσε για να μου τραβήξει την προσοχή. Καθώς ο δεύτερος αγώνα της ημέρας πλησίαζε στη λήξη του, δεν άντεξα άλλο και προφασίστηκα σωματική ανάγκη για να μάθω το σκορ. Τότε, την ώρα που έπλυνα τα χέρια μου κοιτώντας στον καθρέφτη, λύθηκε η απορία μου σχετικά με τις περίεργες ματιές. Φορούσα ακόμη το φανελλάκι της Eθνικής στίβου! Επιστρεφοντας στη θέση μου πληροφόρησα τους υπόλοιπους ότι η Ισπανία είχε επιβληθεί της Ρωσίας μ’ 1-0.

Δεν υπάρχουν σχόλια: